- καλλίκρηνος
- καλλίκρηνος, δωρ. τ. καλλίκρανος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραία κρήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί-κρηνος, εύ-κρηνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
καλλικράνου — καλλικρά̱νου , καλλίκρηνος with beautiful spring masc/fem/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)